- ἔχωσαν
- χόωthrowaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek
χώνω — έχωσα, χώθηκα, χωμένος και χωσμένος 1. βάζω κάτι βαθιά στο χώμα: Έχωσαν στο χωράφι έναν τενεκέ με λίρες. 2. θάβω, κρύβω κάτι μέσα σε άλλο πράγμα, σκεπάζω: Χώνει τα χρήματά του κάτω από το στρώμα. 3. το μέσο, χώνομαι τρυπώνω, μπαίνω κάπου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)